- τεύχω
- Α1. παράγω με τεχνική εργασία, ιδίως σχετικά με υλικά πράγματα («ἔστη σκῆπτρον ἔχων- τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων», Ομ. Ιλ.)2. οικοδομώ, κτίζω («βωμὸς δ' ἐφύπερθε τέτυκτο», Ομ. Οδ.)3. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «εἴπω δὲ γυναιξὶν δεῑπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῑν», Ομ. Οδ.β. «τεύξεσθαι μέγαν δόρπον», Ομ. Ιλ.)4. κατασκευάζω, πλάθω, δημιουργώ («θεὸς ὁ πάντα τεύχων», Πίνδ.)5. (σχετικά με φυσικά φαινόμενα, ενέργειες, γεγονότα, καταστάσεις) επιφέρω, προξενώ («τί σοι πέπρακται πρᾱγμα πλὴν τεύχειν κακά», Αισχύλ.)6. (σχετικά με πρόσ.) καθιστώ, κάνω («τὸν μὲν ἀφ' υψηλῶν βραχὺν ᾤκισε, τὸν δ' ἀτίταν εὐδαίμονα τεύχει», Ευρ.)7. παθ. τεύχομαισυμβαίνω, γίνομαι, υπάρχω («πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι χόλος καὶ μῆνις ἐτύχθη», Ομ. Ιλ.)8. (στον παθ. παρακμ. τέτυγμαι αντί τού γέγονα ή γεγένημαι) έχω γίνει («ἀντὶ κασιγνήτου ξεῑνος θ' ἱκέτης τε τέτυκται», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τεύχω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *dheugh- «αγγίζω, πιέζω, πετυχαίνω» (βλ. και λ. τυγχάνω)].
Dictionary of Greek. 2013.